Translation meaning & definition of the word "candy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καραμέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Candy
[Καραμέλα]/kændi/
noun
1. A rich sweet made of flavored sugar and often combined with fruit or nuts
- synonym:
- candy ,
- confect
1. Ένα πλούσιο γλυκό από αρωματισμένη ζάχαρη και συχνά συνδυάζεται με φρούτα ή ξηρούς καρπούς
- συνώνυμο:
- καραμέλα ,
- παρακινώ
verb
1. Coat with something sweet, such as a hard sugar glaze
- synonym:
- sugarcoat ,
- glaze ,
- candy
1. Παλτό με κάτι γλυκό, όπως ένα σκληρό γλάσο ζάχαρης
- συνώνυμο:
- ζαχαρόπαστα ,
- λάμψη ,
- καραμέλα
Examples of using
I fill my pockets with candy when I go to see the kids.
Γεμίζω τις τσέπες μου με καραμέλα όταν πηγαίνω να δω τα παιδιά.
I feel just like a kid in a candy shop, here!
Νιώθω σαν ένα παιδί σε ένα κατάστημα γλυκών, εδώ!
Do you want some candy?
Θέλετε κάποια καραμέλα?