Translation meaning & definition of the word "candor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καραμέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Candor
[Καραμέλα]/kændər/
noun
1. Ability to make judgments free from discrimination or dishonesty
- synonym:
- fairness ,
- fair-mindedness ,
- candor ,
- candour
1. Ικανότητα να απελευθερώνει κρίσεις από διακρίσεις ή ανεντιμότητα
- συνώνυμο:
- δικαιοσύνη ,
- αμερόληπτο ,
- ευφυολόγητοσ ,
- καλή τιμή
2. The quality of being honest and straightforward in attitude and speech
- synonym:
- candor ,
- candour ,
- candidness ,
- frankness ,
- directness ,
- forthrightness
2. Η ποιότητα του να είσαι ειλικρινής και απλός στη στάση και την ομιλία
- συνώνυμο:
- ευφυολόγητοσ ,
- καλή τιμή ,
- ειλικρίνεια ,
- αμεσότητα
Examples of using
I appreciate your candor.
Εκτιμώ την ειλικρίνειά σας.
I appreciate your candor.
Εκτιμώ την ειλικρίνειά σας.