Translation meaning & definition of the word "candlelight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φως της καρδιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Candlelight
[Φως των κεριών]/kændəllaɪt/
noun
1. The light provided by a burning candle
- synonym:
- candlelight ,
- candle flame
1. Το φως που παρέχεται από ένα κερί που καίει
- συνώνυμο:
- φως των κεριών ,
- φλόγα κεριών
Examples of using
I like candlelight.
Μου αρέσει το φως των κεριών.
I like candlelight.
Μου αρέσει το φως των κεριών.