Translation meaning & definition of the word "candidacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατηγορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Candidacy
[Υποψηφιότητα]/kændɪdəsi/
noun
1. The campaign of a candidate to be elected
- synonym:
- campaigning ,
- candidacy ,
- candidature ,
- electioneering ,
- political campaign
1. Η εκστρατεία ενός υποψηφίου που πρόκειται να εκλεγεί
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- υποψηφιότητα ,
- εκλέγει ,
- πολιτική εκστρατεία