Translation meaning & definition of the word "canasta" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανάστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canasta
[Κανάστα]/kənæstə/
noun
1. A form of rummy using two decks of cards and four jokers
- Jokers and deuces are wild
- The object is to form groups of the same rank
- synonym:
- canasta ,
- basket rummy ,
- meld
1. Μια μορφή ρουμιού χρησιμοποιώντας δύο καταστρώματα καρτών και τέσσερις τζόκερ
- Οι τζόκερ και οι αποφλοίωση είναι άγριοι
- Ο στόχος είναι να σχηματιστούν ομάδες της ίδιας τάξης
- συνώνυμο:
- κανάστα ,
- καλάθι ανακατωσούρης ,
- λιωμένος