Translation meaning & definition of the word "camper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περιποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Camper
[Κουρευτήσ]/kæmpər/
noun
1. Someone living temporarily in a tent or lodge for recreation
- synonym:
- camper
1. Κάποιος που ζει προσωρινά σε μια σκηνή ή καταφύγιο για αναψυχή
- συνώνυμο:
- τροχόσπιτο
2. A recreational vehicle equipped for camping out while traveling
- synonym:
- camper ,
- camping bus ,
- motor home
2. Ένα όχημα αναψυχής που είναι εξοπλισμένο για κάμπινγκ έξω ενώ ταξιδεύετε
- συνώνυμο:
- τροχόσπιτο ,
- λεωφορείο κάμπινγκ ,
- σπίτι μηχανών