Translation meaning & definition of the word "campaign" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καμπάνια" στην ελληνική γλώσσα
Campaign
[Εκστρατεία]noun
1. A race between candidates for elective office
- "I managed his campaign for governor"
- "He is raising money for a senate run"
- synonym:
- political campaign ,
- campaign ,
- run
1. Ένας αγώνας μεταξύ των υποψηφίων για το γραφείο επιλογής
- "Κατάφερα την εκστρατεία του για κυβερνήτη"
- "Συγκεντρώνει χρήματα για ένα τρέξιμο της γερουσίας"
- συνώνυμο:
- πολιτική εκστρατεία ,
- εκστρατεία ,
- τρέχω
2. A series of actions advancing a principle or tending toward a particular end
- "He supported populist campaigns"
- "They worked in the cause of world peace"
- "The team was ready for a drive toward the pennant"
- "The movement to end slavery"
- "Contributed to the war effort"
- synonym:
- campaign ,
- cause ,
- crusade ,
- drive ,
- movement ,
- effort
2. Μια σειρά ενεργειών που προωθούν μια αρχή ή τείνουν προς ένα συγκεκριμένο τέλος
- "Υποστήριξε λαϊκιστικές εκστρατείες"
- "Εργάστηκαν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης"
- "Η ομάδα ήταν έτοιμη για μια κίνηση προς την πένα"
- "Το κίνημα για τον τερματισμό της δουλείας"
- "Αντιμετωπίζεται με πολεμική προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- αιτία ,
- σταυροφορία ,
- οδηγώ ,
- κίνηση ,
- προσπάθεια
3. Several related operations aimed at achieving a particular goal (usually within geographical and temporal constraints)
- synonym:
- campaign ,
- military campaign
3. Αρκετές σχετικές επιχειρήσεις που αποσκοπούν στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου (συνήθως εντός γεωγραφικών και χρονικών περιορισμών)
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- στρατιωτική εκστρατεία
4. An overland journey by hunters (especially in africa)
- synonym:
- campaign ,
- hunting expedition ,
- safari
4. Ένα ταξίδι επίγειας γης από τους κυνηγούς (ειδικά στην αφρική)
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- κυνήγι αποστολής ,
- σαφάρι
verb
1. Run, stand, or compete for an office or a position
- "Who's running for treasurer this year?"
- synonym:
- campaign ,
- run
1. Τρέξτε, σταθείτε ή ανταγωνιστείτε για ένα γραφείο ή μια θέση
- "Ποιος τρέχει για ταμία φέτος?"
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- τρέχω
2. Exert oneself continuously, vigorously, or obtrusively to gain an end or engage in a crusade for a certain cause or person
- Be an advocate for
- "The liberal party pushed for reforms"
- "She is crusading for women's rights"
- "The dean is pushing for his favorite candidate"
- synonym:
- crusade ,
- fight ,
- press ,
- campaign ,
- push ,
- agitate
2. Ασκηθείτε συνεχώς, έντονα, ή παραπλανητικά για να κερδίσετε ένα τέλος ή να εμπλακείτε σε μια σταυροφορία για μια συγκεκριμένη αιτία
- Είμαι υπέρμαχος της
- "Το φιλελεύθερο κόμμα πίεσε για μεταρρυθμίσεις"
- "Σταυροφορεί για τα δικαιώματα των γυναικών"
- "Ο ντιν πιέζει για τον αγαπημένο του υποψήφιο"
- συνώνυμο:
- σταυροφορία ,
- πολεμώ ,
- πατήστε ,
- εκστρατεία ,
- ώθηση ,
- αναστατώνω
3. Go on a campaign
- Go off to war
- synonym:
- campaign ,
- take the field
3. Πηγαίνω σε μια εκστρατεία
- Πηγαίνετε στον πόλεμο
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- παίρνω το πεδίο