Translation meaning & definition of the word "cam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγειρείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cam
[Κάμερα]/kæm/
noun
1. A river in east central england that flows past cambridge to join the ouse river
- synonym:
- Cam ,
- River Cam ,
- Cam River
1. Ένας ποταμός στην ανατολική κεντρική αγγλία που ρέει πέρα από το κέμπριτζ για να ενταχθεί στον ποταμό οούσε
- συνώνυμο:
- Κάμερα ,
- Ποταμός Καμ
2. A rotating disk shaped to convert circular into linear motion
- synonym:
- cam
2. Ένας περιστρεφόμενος δίσκος διαμορφωμένος για να μετατρέψει την κυκλική σε γραμμική κίνηση
- συνώνυμο:
- κάμερα
Examples of using
She asked me if I have a web cam.
Με ρώτησε αν έχω κάμερα.