Translation meaning & definition of the word "calumny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στηλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calumny
[Συκοφαντία]/kæləmni/
noun
1. A false accusation of an offense or a malicious misrepresentation of someone's words or actions
- synonym:
- defamation ,
- calumny ,
- calumniation ,
- obloquy ,
- traducement ,
- hatchet job
1. Μια ψευδή κατηγορία για ένα αδίκημα ή μια κακόβουλη παραποίηση των λέξεων ή των πράξεων κάποιου
- συνώνυμο:
- δυσφήμηση ,
- συκοφαντία ,
- συκοφάντηση ,
- απατηλός ,
- παγίδευση ,
- εργασία τσεκούρι
2. An abusive attack on a person's character or good name
- synonym:
- aspersion ,
- calumny ,
- slander ,
- defamation ,
- denigration
2. Μια καταχρηστική επίθεση στο χαρακτήρα ή το καλό όνομα ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- ασπεργία ,
- συκοφαντία ,
- δυσφήμηση ,
- αποδυνάμωση