Translation meaning & definition of the word "calumet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριθμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calumet
[Κάλουμετ]/kæljəmɛt/
noun
1. A highly decorated ceremonial pipe of amerindians
- Smoked on ceremonial occasions (especially as a token of peace)
- synonym:
- calumet ,
- peace pipe ,
- pipe of peace
1. Ένας ιδιαίτερα διακοσμημένος τελετουργικός σωλήνας των αμερινδών
- Καπνιστό σε τελετουργικές περιπτώσεις (ειδικά ως ένδειξη ειρήνης)
- συνώνυμο:
- κάλουμετ ,
- σωλήνας ειρήνης ,
- σωλήνας της ειρήνης