Translation meaning & definition of the word "calorie" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θερμίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calorie
[Θερμίδων]/kæləri/
noun
1. A unit of heat equal to the amount of heat required to raise the temperature of one kilogram of water by one degree at one atmosphere pressure
- Used by nutritionists to characterize the energy-producing potential in food
- synonym:
- Calorie ,
- kilogram calorie ,
- kilocalorie ,
- large calorie ,
- nutritionist's calorie
1. Μια μονάδα θερμότητας ίση με την ποσότητα θερμότητας που απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας ενός κιλού νερού κατά ένα βαθμό
- Χρησιμοποιείται από τους διατροφολόγους για να χαρακτηρίσει το δυναμικό παραγωγής ενέργειας στα τρόφιμα
- συνώνυμο:
- Θερμίδων ,
- κιλό θερμίδων ,
- χιλιοθερμίδεσ ,
- μεγάλη θερμίδα ,
- η θερμίδα του διατροφολόγου
2. Unit of heat defined as the quantity of heat required to raise the temperature of 1 gram of water by 1 degree centigrade at atmospheric pressure
- synonym:
- calorie ,
- gram calorie ,
- small calorie
2. Μονάδα θερμότητας που ορίζεται ως η ποσότητα θερμότητας που απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας 1 γραμμαρίου νερού κατά 1 βαθμό
- συνώνυμο:
- θερμίδα ,
- γραμμάριο θερμίδων ,
- μικρή θερμίδα