Translation meaning & definition of the word "caloric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θερμαντική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caloric
[Θερμιδικόσ]/kəlɔrɪk/
adjective
1. Relating to or associated with heat
- "Thermal movements of molecules"
- "Thermal capacity"
- "Thermic energy"
- "The caloric effect of sunlight"
- synonym:
- thermal ,
- thermic ,
- caloric
1. Σχετίζεται ή σχετίζεται με τη θερμότητα
- "Θερμικές κινήσεις μορίων"
- "Θερμική ικανότητα"
- "Θερμική ενέργεια"
- "Η θερμιδική επίδραση του ηλιακού φωτός"
- συνώνυμο:
- θερμικός ,
- θερμιδικόσ
2. Of or relating to calories in food
- "Comparison of foods on a caloric basis"
- "The caloric content of foods"
- synonym:
- caloric
2. Από ή σχετίζονται με θερμίδες στα τρόφιμα
- "Σύγκριση των τροφίμων σε θερμιδική βάση"
- "Η θερμιδική περιεκτικότητα σε τρόφιμα"
- συνώνυμο:
- θερμιδικόσ