Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "callus" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάλλος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Callus

[Κάλλος]
/kæləs/

noun

1. An area of skin that is thick or hard from continual pressure or friction (as the sole of the foot)

    synonym:
  • callosity
  • ,
  • callus

1. Μια περιοχή του δέρματος που είναι παχύ ή σκληρό από συνεχή πίεση ή τριβή (ας το πέλμα του ποδιού)

    συνώνυμο:
  • απελπισία
  • ,
  • κάλλος

2. Bony tissue formed during the healing of a fractured bone

    synonym:
  • callus

2. Οστικός ιστός που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια της επούλωσης ενός σπασμένου οστού

    συνώνυμο:
  • κάλλος

3. (botany) an isolated thickening of tissue, especially a stiff protuberance on the lip of an orchid

    synonym:
  • callus

3. (βοταν) μια απομονωμένη πάχυνση του ιστού, ειδικά μια σκληρή προεξοχή στο χείλος μιας ορχιδέας

    συνώνυμο:
  • κάλλος

verb

1. Cause a callus to form on

  • "The long march had callused his feet"
    synonym:
  • callus

1. Προκαλώ έναν κάλο να σχηματιστεί

  • "Η μεγάλη πορεία είχε καλέσει τα πόδια του"
    συνώνυμο:
  • κάλλος

2. Form a callus or calluses

  • "His foot callused"
    synonym:
  • callus

2. Σχηματίστε έναν κάλο ή κάλους

  • "Το πόδι του τηλεφώνησε"
    συνώνυμο:
  • κάλλος