Translation meaning & definition of the word "callous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλωπισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Callous
[Ανάλγητοσ]/kæləs/
verb
1. Make insensitive or callous
- Deaden feelings or morals
- synonym:
- callous ,
- cauterize ,
- cauterise
1. Κάντε αναίσθητο ή ανάλογο
- Νεκρά συναισθήματα ή ηθική
- συνώνυμο:
- ανάλγητοσ ,
- καυτηριάζω
adjective
1. Emotionally hardened
- "A callous indifference to suffering"
- "Cold-blooded and indurate to public opinion"
- synonym:
- callous ,
- indurate ,
- pachydermatous
1. Συναισθηματικά σκληραίνει
- "Μια ανάλγητη αδιαφορία για τον πόνο"
- "Ψυχρόαιμος και ανθεκτικός στην κοινή γνώμη"
- συνώνυμο:
- ανάλγητοσ ,
- ακριβήσ ,
- παχύδερμο
2. Having calluses
- Having skin made tough and thick through wear
- "Calloused skin"
- "With a workman's callous hands"
- synonym:
- calloused ,
- callous ,
- thickened
2. Έχοντας κάλους
- Έχοντας το δέρμα σκληρό και παχύ μέσω της φθοράς
- "Καλλωπισμένο δέρμα"
- "Με τα ανάλγητα χέρια ενός εργάτη"
- συνώνυμο:
- αναλλοίωτοσ ,
- ανάλγητοσ ,
- πυκνωμένο