Translation meaning & definition of the word "caller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιεργητής" στην ελληνική γλώσσα
Caller
[Καλών]noun
1. A social or business visitor
- "The room was a mess because he hadn't expected company"
- synonym:
- caller ,
- company
1. Κοινωνικός ή επιχειρηματικός επισκέπτης
- "Το δωμάτιο ήταν ένα χάος επειδή δεν περίμενε την εταιρεία"
- συνώνυμο:
- καλών ,
- εταιρεία
2. An investor who buys a call option
- synonym:
- caller
2. Ένας επενδυτής που αγοράζει μια επιλογή κλήσης
- συνώνυμο:
- καλών
3. The bettor in a card game who matches the bet and calls for a show of hands
- synonym:
- caller
3. Ο παίκτης σε ένα παιχνίδι καρτών που ταιριάζει με το στοίχημα και καλεί για μια επίδειξη των χεριών
- συνώνυμο:
- καλών
4. A person who announces the changes of steps during a dance
- "You need a fiddler and a caller for country dancing"
- synonym:
- caller ,
- caller-out
4. Ένα άτομο που ανακοινώνει τις αλλαγές των βημάτων κατά τη διάρκεια ενός χορού
- "Χρειάζεστε έναν απατεώνα και έναν καλούντα για χορό χώρας"
- συνώνυμο:
- καλών ,
- εξαντλώ
5. Someone who proclaims or summons in a loud voice
- "The callers were mothers summoning their children home for dinner"
- synonym:
- caller
5. Κάποιος που διακηρύσσει ή καλεί με δυνατή φωνή
- "Οι καλούντες ήταν μητέρες που κάλεσαν τα παιδιά τους στο σπίτι για δείπνο"
- συνώνυμο:
- καλών
6. The person who convenes a meeting
- "Who is the caller of this meeting?"
- synonym:
- caller
6. Το άτομο που συγκαλεί μια συνάντηση
- "Ποιος είναι ο καλών αυτής της συνάντησης?"
- συνώνυμο:
- καλών
7. The person initiating a telephone call
- "There were so many callers that he finally disconnected the telephone"
- synonym:
- caller ,
- caller-up ,
- phoner ,
- telephoner
7. Το άτομο που ξεκινά μια τηλεφωνική κλήση
- "Υπήρχαν τόσοι πολλοί καλούντες που τελικά αποσύνδεσε το τηλέφωνο"
- συνώνυμο:
- καλών ,
- περιπλανώμενοσ ,
- φωνογράφοσ ,
- τηλεφωνητήσ
adjective
1. Providing coolness
- "A cooling breeze"
- "`caller' is a scottish term as in `a caller breeze'"
- synonym:
- caller
1. Παροχή δροσιάς
- "Ένα αεράκι ψύξης"
- "Η κάλερ είναι ένας σκωτσέζος όρος όπως σε ένα `αεράκι καλούντος'"
- συνώνυμο:
- καλών
2. Fresh
- "Caller fish"
- synonym:
- caller
2. Φρέσκο
- "Ψαράκια καλαμποκιού"
- συνώνυμο:
- καλών