Translation meaning & definition of the word "caliph" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλίφης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caliph
[Χαλίφης]/kæləf/
noun
1. The civil and religious leader of a muslim state considered to be a representative of allah on earth
- "Many radical muslims believe a khalifah will unite all islamic lands and people and subjugate the rest of the world"
- synonym:
- caliph ,
- calif ,
- kaliph ,
- kalif ,
- khalif ,
- khalifah
1. Ο πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης ενός μουσουλμανικού κράτους θεωρείται εκπρόσωπος του αλλάχ στη γη
- "Πολλοί ριζοσπάστες μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ένας χαλίφα θα ενώσει όλα τα ισλαμικά εδάφη και τους ανθρώπους και θα υποτάξει τον κόσμο"
- συνώνυμο:
- χαλίφης ,
- καλίφ ,
- χαλίφ ,
- χαλίφα