Translation meaning & definition of the word "caliper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαριστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caliper
[Καλπαρατέρα]/kæləpər/
noun
1. An instrument for measuring the distance between two points (often used in the plural)
- synonym:
- caliper ,
- calliper
1. Ένα όργανο για τη μέτρηση της απόστασης μεταξύ δύο σημείων (συχνά χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- συνώνυμο:
- πηδαλιούχοσ ,
- τηλεφωνητήσ
verb
1. Measure the diameter of something with calipers
- synonym:
- caliper ,
- calliper
1. Μετρήστε τη διάμετρο του κάτι με ηρεμιστικά
- συνώνυμο:
- πηδαλιούχοσ ,
- τηλεφωνητήσ