Translation meaning & definition of the word "caliber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβήτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caliber
[Διαμετρήματα]/kæləbər/
noun
1. A degree or grade of excellence or worth
- "The quality of students has risen"
- "An executive of low caliber"
- synonym:
- quality ,
- caliber ,
- calibre
1. Ένα βαθμό ή βαθμό αριστείας ή αξίας
- "Η ποιότητα των μαθητών έχει αυξηθεί"
- "Ένα στέλεχος χαμηλού διαμετρήματος"
- συνώνυμο:
- ποιότητα ,
- κάλυκας ,
- βαθμολογώ
2. Diameter of a tube or gun barrel
- synonym:
- bore ,
- gauge ,
- caliber ,
- calibre
2. Διάμετρος ενός σωλήνα ή βαρελιού πυροβόλων όπλων
- συνώνυμο:
- αποτυπώνω ,
- μετρητής ,
- κάλυκας ,
- βαθμολογώ