Translation meaning & definition of the word "calf" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μισό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calf
[Μοσχάρι]/kæf/
noun
1. Young of domestic cattle
- synonym:
- calf
1. Νέοι των κατοικίδιων βοοειδών
- συνώνυμο:
- μοσχάρι
2. The muscular back part of the shank
- synonym:
- calf ,
- sura
2. Το μυϊκό πίσω μέρος του κότσι
- συνώνυμο:
- μοσχάρι ,
- σούρα
3. Fine leather from the skin of a calf
- synonym:
- calf ,
- calfskin
3. Λεπτό δέρμα από το δέρμα ενός μοσχαριού
- συνώνυμο:
- μοσχάρι ,
- δέρμα μοσχαριού
4. Young of various large placental mammals e.g. whale or giraffe or elephant or buffalo
- synonym:
- calf
4. Νέοι από διάφορα μεγάλα πλακούντια θηλαστικά, π.χ. φάλαινα ή καμηλοπάρδαλη ή ελέφαντα ή βουβάλι
- συνώνυμο:
- μοσχάρι
Examples of using
The calf was born this morning.
Το μοσχάρι γεννήθηκε σήμερα το πρωί.
The boots are tight around the calf.
Οι μπότες είναι σφιχτές γύρω από το μοσχάρι.
Tom branded the calf.
Ο Τομ μαρκαρίστηκε το μοσχάρι.