Translation meaning & definition of the word "calculus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calculus
[Λογισμός]/kælkjələs/
noun
1. A hard lump produced by the concretion of mineral salts
- Found in hollow organs or ducts of the body
- "Renal calculi can be very painful"
- synonym:
- calculus ,
- concretion
1. Ένα σκληρό εξόγκωμα που παράγεται από την προέκταση των μεταλλικών αλάτων
- Βρίσκεται σε κοίλα όργανα ή αγωγούς του σώματος
- "Η νεφρική ασβέστη μπορεί να είναι πολύ οδυνηρή"
- συνώνυμο:
- λογισμός ,
- συγκυρία
2. An incrustation that forms on the teeth and gums
- synonym:
- tartar ,
- calculus ,
- tophus
2. Μια δυσπιστία που σχηματίζεται στα δόντια και τα ούλα
- συνώνυμο:
- ταρτάρ ,
- λογισμός ,
- τόφος
3. The branch of mathematics that is concerned with limits and with the differentiation and integration of functions
- synonym:
- calculus ,
- infinitesimal calculus
3. Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τα όρια και τη διαφοροποίηση και την ενσωμάτωση των λειτουργιών
- συνώνυμο:
- λογισμός ,
- απειροελάχιστος λογισμός
Examples of using
A good knowledge of numerical analysis, stochastic calculus and programming in C++ is important for a job in banking my lecturer said.
Μια καλή γνώση της αριθμητικής ανάλυσης, του στοχαστικού λογισμού και του προγραμματισμού στο Κ++ είναι σημαντική για μια δουλειά στο τραπεζικό.