Translation meaning & definition of the word "calculating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπολογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calculating
[Υπολογισμός]/kælkjəletɪŋ/
adjective
1. Used of persons
- "The most calculating and selfish men in the community"
- synonym:
- calculating ,
- calculative ,
- conniving ,
- scheming ,
- shrewd
1. Χρησιμοποιημένα άτομα
- "Οι πιο υπολογιστικοί και εγωιστές άνθρωποι στην κοινότητα"
- συνώνυμο:
- υπολογισμός ,
- υπολογιστικόσ ,
- συνδιαλέγει ,
- σχηματοποίηση ,
- περιποιημένοσ