Translation meaning & definition of the word "calcium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασβέστιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calcium
[Ασβέστιο]/kælsiəm/
noun
1. A white metallic element that burns with a brilliant light
- The fifth most abundant element in the earth's crust
- An important component of most plants and animals
- synonym:
- calcium ,
- Ca ,
- atomic number 20
1. Ένα λευκό μεταλλικό στοιχείο που καίει με ένα λαμπρό φως
- Το πέμπτο πιο άφθονο στοιχείο στο φλοιό της γης
- Ένα σημαντικό συστατικό των περισσότερων φυτών και ζώων
- συνώνυμο:
- ασβέστιο ,
- Καλαφατίζω ,
- ατομικός αριθμός 20