Translation meaning & definition of the word "calamity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακοτυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Calamity
[Συμφορά]/kəlæməti/
noun
1. An event resulting in great loss and misfortune
- "The whole city was affected by the irremediable calamity"
- "The earthquake was a disaster"
- synonym:
- calamity ,
- catastrophe ,
- disaster ,
- tragedy ,
- cataclysm
1. Ένα γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια και ατυχία
- "Ολόκληρη η πόλη επηρεάστηκε από την αθεράπευτη συμφορά"
- "Ο σεισμός ήταν καταστροφή"
- συνώνυμο:
- καταστροφή ,
- τραγωδία ,
- κατακλυσμός
Examples of using
The anticipation is always worse than the calamity.
Η αναμονή είναι πάντα χειρότερη από τη συμφορά.