Translation meaning & definition of the word "cake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κέικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cake
[Κέικ]/kek/
noun
1. A block of solid substance (such as soap or wax)
- "A bar of chocolate"
- synonym:
- cake ,
- bar
1. Ένα μπλοκ στερεάς ουσίας (όπως σαπούνι ή κηρώδη
- "Μια μπάρα σοκολάτας"
- συνώνυμο:
- κέικ ,
- μπαρ
2. Small flat mass of chopped food
- synonym:
- patty ,
- cake
2. Μικρή επίπεδη μάζα ψιλοκομμένων τροφίμων
- συνώνυμο:
- πατίνι ,
- κέικ
3. Baked goods made from or based on a mixture of flour, sugar, eggs, and fat
- synonym:
- cake
3. Ψημένα προϊόντα που παρασκευάζονται από ή βασίζονται σε ένα μείγμα αλευριού, ζάχαρης, αυγών και λίπους
- συνώνυμο:
- κέικ
verb
1. Form a coat over
- "Dirt had coated her face"
- synonym:
- coat ,
- cake
1. Σχηματίζω ένα παλτό
- "Η μπλούζα είχε βάλει το πρόσωπό της"
- συνώνυμο:
- παλτό ,
- κέικ
Examples of using
I saw the cake you made.
Είδα το κέικ που έφτιαξες.
I have a tip that will make every cake successful.
Έχω μια άκρη που θα κάνει κάθε κέικ επιτυχημένη.
My cake didn't rise.
Το κέικ μου δεν ανέβηκε.