Translation meaning & definition of the word "cajole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατζόλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cajole
[Κατζόλη]/kəʤoʊl/
verb
1. Influence or urge by gentle urging, caressing, or flattering
- "He palavered her into going along"
- synonym:
- wheedle ,
- cajole ,
- palaver ,
- blarney ,
- coax ,
- sweet-talk ,
- inveigle
1. Επηρεάστε ή παροτρύνετε με απαλή προτροπή, χαϊδεύοντας ή κολακεύοντας
- "Την υποκίνησε να προχωρήσει"
- συνώνυμο:
- τροχαλία ,
- κατιόλη ,
- παλάτι ,
- μπλάρνεϊ ,
- κόαξ ,
- γλυκιά ομιλία ,
- ανακαλύπτω