Translation meaning & definition of the word "cain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καΐνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cain
[Κάιν]/ken/
noun
1. (old testament) cain and abel were the first children of adam and eve born after the fall of man
- Cain killed abel out of jealousy and was exiled by god
- synonym:
- Cain
1. (η παλαιά διαθήκη ο κάιν και ο άβελ ήταν τα πρώτα παιδιά του αδάμ και της εύας που γεννήθηκαν μετά την πτώση του ανθρώπου
- Ο κάιν σκότωσε τον άβελ από ζήλια και εξορίστηκε από τον θεό
- συνώνυμο:
- Κάιν