Translation meaning & definition of the word "cage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλουβί" στην ελληνική γλώσσα
Cage
[Κλουβί]noun
1. An enclosure made or wire or metal bars in which birds or animals can be kept
- synonym:
- cage ,
- coop
1. Ένα περίβλημα κατασκευασμένο ή σύρμα ή μεταλλικές ράβδους στις οποίες μπορούν να διατηρηθούν πουλιά ή ζώα
- συνώνυμο:
- κλουβί ,
- κουτσομπολεύω
2. Something that restricts freedom as a cage restricts movement
- synonym:
- cage
2. Κάτι που περιορίζει την ελευθερία ως κλουβί περιορίζει την κίνηση
- συνώνυμο:
- κλουβί
3. United states composer of avant-garde music (1912-1992)
- synonym:
- Cage ,
- John Cage ,
- John Milton Cage Jr.
3. Ηνωμένες πολιτείες συνθέτης πρωτοποριακής μουσικής (1912-1992)
- συνώνυμο:
- Κλουβί ,
- Τζον Κέιτζ ,
- Τζον Μίλτον Κέιτζ Τζ.
4. The net that is the goal in ice hockey
- synonym:
- cage
4. Το δίχτυ αυτό είναι ο στόχος στο χόκεϊ επί πάγου
- συνώνυμο:
- κλουβί
5. A movable screen placed behind home base to catch balls during batting practice
- synonym:
- batting cage ,
- cage
5. Μια κινητή οθόνη που τοποθετείται πίσω από την εγχώρια βάση για να πιάσει τις μπάλες κατά τη διάρκεια της πρακτικής νυχτερίδων
- συνώνυμο:
- κλουβί πατήματος ,
- κλουβί
verb
1. Confine in a cage
- "The animal was caged"
- synonym:
- cage ,
- cage in
1. Περιορίζεται σε ένα κλουβί
- "Το ζώο είχε κλουβί"
- συνώνυμο:
- κλουβί ,
- κλωβοστάσιο