Translation meaning & definition of the word "caffeine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καφεΐνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caffeine
[Καφεΐνη]/kæfin/
noun
1. A bitter alkaloid found in coffee and tea that is responsible for their stimulating effects
- synonym:
- caffeine ,
- caffein
1. Ένα πικρό αλκαλοειδές που βρίσκεται στον καφέ και το τσάι που είναι υπεύθυνο για τα διεγερτικά τους αποτελέσματα
- συνώνυμο:
- καφεΐνη
Examples of using
Masha prefers coffee without caffeine.
Μάσα προτιμά τον καφέ χωρίς καφεΐνη.
In the first years that Coca-Cola was produced, it contained cocaine. In 100, cocaine was classified as a narcotic, after which they used caffeine instead of cocaine in the production of Coca-Cola.
Τα πρώτα χρόνια που παρήχθη η Κόκα Κόλα, περιείχε κοκαΐνη. Το 100, η κοκαΐνη ταξινομήθηκε ως ναρκωτικό, μετά το οποίο χρησιμοποίησαν καφεΐνη αντί για κοκαΐνη στην παραγωγή Κόκα-Κόλα.
In the first years that Coca-Cola was produced, it contained cocaine. In 1914, cocaine was classified as a narcotic, after which they used caffeine instead of cocaine in the production of Coca-Cola.
Τα πρώτα χρόνια που παρήχθη η Κόκα Κόλα, περιείχε κοκαΐνη. Το 1914, η κοκαΐνη ταξινομήθηκε ως ναρκωτικό, μετά το οποίο χρησιμοποίησαν καφεΐνη αντί για κοκαΐνη στην παραγωγή Κόκα-Κόλα.