Translation meaning & definition of the word "cadet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καντέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cadet
[Καντέτα]/kədɛt/
noun
1. A military trainee (as at a military academy)
- synonym:
- cadet ,
- plebe
1. Ένας στρατιωτικός εκπαιδευόμενος (ας σε μια στρατιωτική ακαδημία)
- συνώνυμο:
- καντέτο ,
- πλέμπε