Translation meaning & definition of the word "cadence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προδοσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cadence
[Επιδεικτικό]/kedəns/
noun
1. (prosody) the accent in a metrical foot of verse
- synonym:
- meter ,
- metre ,
- measure ,
- beat ,
- cadence
1. (προσοδυ) η προφορά σε μετρικό πόδι στίχου
- συνώνυμο:
- μετρητής ,
- μέτρο ,
- νικητής ,
- ρυθμό
2. The close of a musical section
- synonym:
- cadence
2. Το κλείσιμο ενός μουσικού τμήματος
- συνώνυμο:
- ρυθμό
3. A recurrent rhythmical series
- synonym:
- cadence ,
- cadency
3. Μια επαναλαμβανόμενη ρυθμική σειρά
- συνώνυμο:
- ρυθμό ,
- στερεότυπο