Translation meaning & definition of the word "cacophony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακοφωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cacophony
[Κακοφωνία]/kækɑfəni/
noun
1. A loud harsh or strident noise
- synonym:
- blare ,
- blaring ,
- cacophony ,
- clamor ,
- din
1. Ένας δυνατός σκληρός ή απότομος θόρυβος
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- αναταράξεισ ,
- κακοφωνία ,
- κραυγή ,
- τιν
2. Loud confusing disagreeable sounds
- synonym:
- cacophony
2. Δυνατά μπερδεμένοι δυσάρεστοι ήχοι
- συνώνυμο:
- κακοφωνία
Examples of using
A cacophony is a mix of loud sounds.
Η κακοφωνία είναι ένα μείγμα δυνατών ήχων.