Translation meaning & definition of the word "cachet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακελάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cachet
[Κακετίνη]/kæʃe/
noun
1. An indication of approved or superior status
- synonym:
- cachet ,
- seal ,
- seal of approval
1. Ένδειξη εγκεκριμένης ή ανώτερης κατάστασης
- συνώνυμο:
- παραλήρημα ,
- σφραγίδα ,
- σφραγίδα έγκρισης
2. A warrant formerly issued by a french king who could warrant imprisonment or death in a signed letter under his seal
- synonym:
- cachet ,
- lettre de cachet
2. Ένταλμα που εκδόθηκε προηγουμένως από γάλλο βασιλιά που θα μπορούσε να δικαιολογήσει φυλάκιση ή θάνατο σε υπογεγραμμένη επιστολή του
- συνώνυμο:
- παραλήρημα ,
- λετρ ντε Κασέτ
3. A seal on a letter
- synonym:
- cachet
3. Μια σφραγίδα σε ένα γράμμα
- συνώνυμο:
- παραλήρημα