Translation meaning & definition of the word "cache" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πονηρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cache
[Κρυφή]/kæʃ/
noun
1. A hidden storage space (for money or provisions or weapons)
- synonym:
- cache
1. Ένας κρυφός αποθηκευτικός χώρος (για χρήματα ή διατάξεις ή όπλα)
- συνώνυμο:
- κρυφόσ
2. A secret store of valuables or money
- synonym:
- hoard ,
- cache ,
- stash
2. Ένα μυστικό κατάστημα τιμαλφών ή χρημάτων
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- κρυφόσ ,
- σταματώ
3. (computer science) ram memory that is set aside as a specialized buffer storage that is continually updated
- Used to optimize data transfers between system elements with different characteristics
- synonym:
- cache ,
- memory cache
3. (επιστήμη υπολογιστών) μνήμη ραμ που παραμερίζεται ως εξειδικευμένη αποθήκευση που ενημερώνεται συνεχώς
- Χρησιμοποιείται για τη βελτιστοποίηση των μεταφορών δεδομένων μεταξύ στοιχείων του συστήματος με διαφορετικά χαρακτηριστικά
- συνώνυμο:
- κρυφόσ ,
- προσωρινή μνήμη
verb
1. Save up as for future use
- synonym:
- hoard ,
- stash ,
- cache ,
- lay away ,
- hive up ,
- squirrel away
1. Εξοικονομήστε χρήματα για μελλοντική χρήση
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- σταματώ ,
- κρυφόσ ,
- απολύω ,
- κυψέλη ,
- απομακρύνω