Translation meaning & definition of the word "caboodle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καμπαντλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caboodle
[Καμπαναριό]/kəbudəl/
noun
1. Any collection in its entirety
- "She bought the whole caboodle"
- synonym:
- bunch ,
- lot ,
- caboodle
1. Οποιαδήποτε συλλογή στο σύνολό της
- "Αγόρασε ολόκληρο το καμπουντλ"
- συνώνυμο:
- μπουκέτο ,
- πολύ ,
- καμπούντλ