Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cable" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλώδιο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cable

[Καλώδιο]
/kebəl/

noun

1. A telegram sent abroad

    synonym:
  • cable
  • ,
  • cablegram
  • ,
  • overseas telegram

1. Ένα τηλεγράφημα που στάλθηκε στο εξωτερικό

    συνώνυμο:
  • καλώδιο
  • ,
  • τηλεγράφημα
  • ,
  • τηλεγράφημα στο εξωτερικό

2. A conductor for transmitting electrical or optical signals or electric power

    synonym:
  • cable
  • ,
  • line
  • ,
  • transmission line

2. Ένας αγωγός για τη μετάδοση ηλεκτρικών ή οπτικών σημάτων ή ηλεκτρικής δύναμης

    συνώνυμο:
  • καλώδιο
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • γραμμή μετάδοσης

3. A very strong thick rope made of twisted hemp or steel wire

    synonym:
  • cable

3. Ένα πολύ ισχυρό παχύ σχοινί φιαγμένο από στριμμένη κάνναβη ή χαλύβδινο σύρμα

    συνώνυμο:
  • καλώδιο

4. A nautical unit of depth

    synonym:
  • cable
  • ,
  • cable length
  • ,
  • cable's length

4. Μια ναυτική μονάδα βάθους

    συνώνυμο:
  • καλώδιο
  • ,
  • μήκος καλωδίων
  • ,
  • μήκος του καλωδίου

5. Television that is transmitted over cable directly to the receiver

    synonym:
  • cable television
  • ,
  • cable

5. Τηλεόραση που μεταδίδεται πάνω από το καλώδιο απευθείας στο δέκτη

    συνώνυμο:
  • καλωδιακή τηλεόραση
  • ,
  • καλώδιο

6. A television system that transmits over cables

    synonym:
  • cable
  • ,
  • cable television
  • ,
  • cable system
  • ,
  • cable television service

6. Ένα τηλεοπτικό σύστημα που μεταδίδει πάνω από τα καλώδια

    συνώνυμο:
  • καλώδιο
  • ,
  • καλωδιακή τηλεόραση
  • ,
  • σύστημα καλωδίων
  • ,
  • υπηρεσία καλωδιακής τηλεόρασης

verb

1. Send cables, wires, or telegrams

    synonym:
  • cable
  • ,
  • telegraph
  • ,
  • wire

1. Αποστολή καλωδίων, καλωδίων ή τηλεγραφημάτων

    συνώνυμο:
  • καλώδιο
  • ,
  • τηλεγράφημα

2. Fasten with a cable

  • "Cable trees"
    synonym:
  • cable

2. Στερεώστε με ένα καλώδιο

  • "Καλωδιακά δέντρα"
    συνώνυμο:
  • καλώδιο

Examples of using

Bending the cable too tightly can also adversely affect the signal quality.
Η κάμψη του καλωδίου πολύ σφιχτά μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα του σήματος.
Tom doesn't have cable TV.
Ο Τομ δεν έχει καλωδιακή τηλεόραση.
They're working hard to get the cable laid in time.
Δουλεύουν σκληρά για να τοποθετήσουν το καλώδιο εγκαίρως.