Translation meaning & definition of the word "cabinet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτίβο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cabinet
[Υπουργικό συμβούλιο]/kæbənət/
noun
1. A piece of furniture resembling a cupboard with doors and shelves and drawers
- For storage or display
- synonym:
- cabinet
1. Ένα έπιπλο που μοιάζει με ντουλάπι με πόρτες και ράφια και συρτάρια
- Για την αποθήκευση ή την επίδειξη
- συνώνυμο:
- ντουλάπι
2. Persons appointed by a head of state to head executive departments of government and act as official advisers
- synonym:
- cabinet
2. Πρόσωπα που διορίζονται από αρχηγό κράτους για να διευθύνουν εκτελεστικά τμήματα της κυβέρνησης και να ενεργούν ως επίσημοι σύμβουλοι
- συνώνυμο:
- ντουλάπι
3. A storage compartment for clothes and valuables
- Usually it has a lock
- synonym:
- cabinet ,
- locker ,
- storage locker
3. Ένας χώρος αποθήκευσης για ρούχα και τιμαλφή
- Συνήθως έχει κλειδαριά
- συνώνυμο:
- ντουλάπι ,
- ντουλάπι αποθήκευσης
4. Housing for electronic instruments, as radio or television
- synonym:
- cabinet ,
- console
4. Στέγαση για ηλεκτρονικά όργανα, όπως ραδιόφωνο ή τηλεόραση
- συνώνυμο:
- ντουλάπι ,
- κονσόλα
Examples of using
Mary keeps her best dishes in that cabinet.
Η Μαίρη κρατά τα καλύτερα πιάτα της σε αυτό το ντουλάπι.
They say that the cabinet will fall.
Λένε ότι το υπουργικό συμβούλιο θα πέσει.
In all probability, the cabinet will fall.
Κατά πάσα πιθανότητα, το υπουργικό συμβούλιο θα πέσει.