Translation meaning & definition of the word "cabal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καμπάλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cabal
[Καμπάλα]/kəbɑl/
noun
1. A clique (often secret) that seeks power usually through intrigue
- synonym:
- cabal ,
- faction ,
- junto ,
- camarilla
1. Μια κλίκα (που αναζητά την εξουσία συνήθως μέσω ίντριγκας
- συνώνυμο:
- κλίκα ,
- φατρία ,
- χούντο ,
- καμαρίλα
2. A plot to carry out some harmful or illegal act (especially a political plot)
- synonym:
- conspiracy ,
- cabal
2. Μια πλοκή για τη διεξαγωγή κάποιας επιβλαβούς ή παράνομης πράξης (ειδικά μιας πολιτικής πλοκής)
- συνώνυμο:
- συνωμοσία ,
- κλίκα
verb
1. Engage in plotting or enter into a conspiracy, swear together
- "They conspired to overthrow the government"
- synonym:
- conspire ,
- cabal ,
- complot ,
- conjure ,
- machinate
1. Εμπλακείτε σε σχεδίαση ή να εισέλθετε σε μια συνωμοσία, ορκιστείτε μαζί
- "Συνωμότησαν για να ανατρέψουν την κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- συνωμοτώ ,
- κλίκα ,
- επαναλάβετε ,
- περιβάλλω ,
- μηχανικόσ