Translation meaning & definition of the word "ca" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "α" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ca
[Καλαφατίζω]/kə/
noun
1. A white metallic element that burns with a brilliant light
- The fifth most abundant element in the earth's crust
- An important component of most plants and animals
- synonym:
- calcium ,
- Ca ,
- atomic number 20
1. Ένα λευκό μεταλλικό στοιχείο που καίει με ένα λαμπρό φως
- Το πέμπτο πιο άφθονο στοιχείο στο φλοιό της γης
- Ένα σημαντικό συστατικό των περισσότερων φυτών και ζώων
- συνώνυμο:
- ασβέστιο ,
- Καλαφατίζω ,
- ατομικός αριθμός 20
2. A state in the western united states on the pacific
- The 3rd largest state
- Known for earthquakes
- synonym:
- California ,
- Golden State ,
- CA ,
- Calif.
2. Ένα κράτος στις δυτικές ηνωμένες πολιτείες στον ειρηνικό
- Η 3η μεγαλύτερη πολιτεία
- Γνωστό για τους σεισμούς
- συνώνυμο:
- Καλιφόρνια ,
- Χρυσό Κράτος ,
- ΚΑ ,
- Καλίφ.