Translation meaning & definition of the word "bypass" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράκαμψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bypass
[Παράκαμψη]/baɪpæs/
noun
1. A highway that encircles an urban area so that traffic does not have to pass through the center
- synonym:
- beltway ,
- bypass ,
- ring road ,
- ringway
1. Ένας αυτοκινητόδρομος που περιβάλλει μια αστική περιοχή, έτσι ώστε η κυκλοφορία δεν χρειάζεται να περάσει μέσα από το κέντρο
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- παράκαμψη ,
- δακτυλιοειδής δρόμος ,
- περβάζι
2. A surgically created shunt (usually around a damaged part)
- synonym:
- bypass
2. Ένα χειρουργικά δημιουργημένο απόβλητο (συνήθως γύρω από ένα κατεστραμμένο τμήμα)
- συνώνυμο:
- παράκαμψη
3. A conductor having low resistance in parallel with another device to divert a fraction of the current
- synonym:
- shunt ,
- electrical shunt ,
- bypass
3. Ένας αγωγός που έχει χαμηλή αντίσταση παράλληλα με μια άλλη συσκευή για να εκτρέψει ένα κλάσμα του ρεύματος
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- ηλεκτρικό διακλαδώσεων ,
- παράκαμψη
verb
1. Avoid something unpleasant or laborious
- "You cannot bypass these rules!"
- synonym:
- bypass ,
- short-circuit ,
- go around ,
- get around
1. Αποφύγετε κάτι δυσάρεστο ή επίπονο
- "Δεν μπορείτε να παρακάμψετε αυτούς τους κανόνες!"
- συνώνυμο:
- παράκαμψη ,
- βραχυκύκλωμα ,
- πηγαίνω ,
- περνώ