Translation meaning & definition of the word "bygone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bygone
[Περασμένοσ]/baɪgɔn/
noun
1. Past events to be put aside
- "Let bygones be bygones"
- synonym:
- bygone ,
- water under the bridge
1. Παλαιότερα γεγονότα που πρέπει να αφαιρεθούν
- "Αφήστε τα παραθυρόφυλλα να είναι παρακλάδια"
- συνώνυμο:
- περασμένοσ ,
- νερό κάτω από τη γέφυρα
adjective
1. Well in the past
- Former
- "Bygone days"
- "Dreams of foregone times"
- "Sweet memories of gone summers"
- "Relics of a departed era"
- synonym:
- bygone ,
- bypast ,
- departed ,
- foregone ,
- gone
1. Λοιπόν στο παρελθόν
- Πρώην
- "Άλλες μέρες"
- "Όνειρα προγενέστερων εποχών"
- "Γλυκές αναμνήσεις από τα περασμένα καλοκαίρια"
- "Αιτήματα μιας εποχής που αναχώρησε"
- συνώνυμο:
- περασμένοσ ,
- παραπλεύρωσ ,
- αναχώρησε ,
- προαναγγελθείσα ,
- είχε