Translation meaning & definition of the word "buzzing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buzzing
[Κουνώ]/bəzɪŋ/
adjective
1. Noisy like the sound of a bee
- "The room was abuzz over the latest scandal"
- synonym:
- abuzz ,
- buzzing
1. Θορυβώδες σαν τον ήχο μιας μέλισσας
- "Το δωμάτιο ήταν ανήσυχο για το τελευταίο σκάνδαλο"
- συνώνυμο:
- αμπούτσ ,
- βομβαρδισμό
Examples of using
The flies are buzzing.
Οι μύγες βουίζουν.
A bee is buzzing.
Μια μέλισσα βουίζει.