Translation meaning & definition of the word "buzz" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγοράστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buzz
[Μπουζ]/bəz/
noun
1. Sound of rapid vibration
- "The buzz of a bumble bee"
- synonym:
- buzz ,
- bombilation ,
- bombination
1. Ήχος της γρήγορης δόνησης
- "Το βόμβο μιας μέλισσας"
- συνώνυμο:
- βόμβος ,
- βομβαρδισμό ,
- βομβαρδισμός
2. A confusion of activity and gossip
- "The buzz of excitement was so great that a formal denial was issued"
- synonym:
- buzz
2. Σύγχυση δραστηριότητας και κουτσομπολιού
- "Το βουητό του ενθουσιασμού ήταν τόσο μεγάλο που εκδόθηκε μια επίσημη άρνηση"
- συνώνυμο:
- βόμβος
verb
1. Make a buzzing sound
- "Bees were buzzing around the hive"
- synonym:
- buzz ,
- bombinate ,
- bombilate
1. Κάντε έναν ήχο βουητό
- "Οι μέλισσες βούιζαν γύρω από την κυψέλη"
- συνώνυμο:
- βόμβος ,
- βομβαρδίζω
2. Fly low
- "Planes buzzed the crowds in the square"
- synonym:
- buzz
2. Πετώ χαμηλά
- "Οι πλάνοι βούιζαν τα πλήθη στην πλατεία"
- συνώνυμο:
- βόμβος
3. Be noisy with activity
- "This office is buzzing with activity"
- synonym:
- hum ,
- buzz ,
- seethe
3. Να είστε θορυβώδης με τη δραστηριότητα
- "Αυτό το γραφείο βουίζει με τη δραστηριότητα"
- συνώνυμο:
- βουίζω ,
- βόμβος ,
- σεβασμόσ
4. Call with a buzzer
- "He buzzed the servant"
- synonym:
- buzz
4. Καλέστε με έναν βομβητή
- "Βούιζε τον υπηρέτη"
- συνώνυμο:
- βόμβος
Examples of using
Bees always buzz near the kitchen window.
Οι μέλισσες βουίζουν πάντα κοντά στο παράθυρο της κουζίνας.