Translation meaning & definition of the word "buxom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buxom
[Μπουξ]/bəksəm/
adjective
1. (of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves
- "Hollywood seems full of curvaceous blondes"
- "A curvy young woman in a tight dress"
- synonym:
- bosomy ,
- busty ,
- buxom ,
- curvaceous ,
- curvy ,
- full-bosomed ,
- sonsie ,
- sonsy ,
- stacked ,
- voluptuous ,
- well-endowed
1. (του σώματος μιας γυναίκας) με μεγάλο στήθος και ευχάριστες καμπύλες
- "Το χόλιγουντ φαίνεται γεμάτο καμπύλες ξανθιές"
- "Μια καμπύλη νεαρή γυναίκα σε ένα σφιχτό φόρεμα"
- συνώνυμο:
- βοσωμία ,
- παραστρατημένοσ ,
- μπουξόμ ,
- καμπυλωτή ,
- καμπύλη ,
- πλήρης ,
- τσιράκι ,
- υιός ,
- στοιβάζονται ,
- πληθωρικόσ ,
- προικισμένος
2. (of a female body) healthily plump and vigorous
- "A generation ago...buxom actresses were popular"- robt.a.hamilton
- synonym:
- buxom ,
- zaftig ,
- zoftig
2. ( ενός γυναικείου σώματος) υγιεινά παχουλό και έντονο
- "Πριν από μια γενιά, οι ηθοποιοί ήταν δημοφιλείς"- ρομπτ.α.χάμιλτον.
- συνώνυμο:
- μπουξόμ ,
- ζαφτίγκ ,
- ζόφτιγκ