Translation meaning & definition of the word "buttonhole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουμπότρυπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buttonhole
[Κουμπότρυπα]/bətənhoʊl/
noun
1. A hole through which buttons are pushed
- synonym:
- buttonhole ,
- button hole
1. Μια τρύπα μέσα από την οποία ωθούνται τα κουμπιά
- συνώνυμο:
- κουμπότρυπα ,
- τρύπα κουμπιών
verb
1. Detain in conversation by or as if by holding on to the outer garments of
- As for political or economic favors
- synonym:
- lobby ,
- buttonhole
1. Κρατηθείτε σε συνομιλία από ή σαν να κρατώντας τα εξωτερικά ενδύματα του
- Πολιτικές ή οικονομικές ευνοϊκές
- συνώνυμο:
- λόμπι ,
- κουμπότρυπα
Examples of using
He stuck a flower in his buttonhole.
Έβαλε ένα λουλούδι στην κουμπότρυπά του.