Translation meaning & definition of the word "button" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουμπί" στην ελληνική γλώσσα
Button
[Κουμπί]noun
1. A round fastener sewn to shirts and coats etc to fit through buttonholes
- synonym:
- button
1. Ένας στρογγυλός συνδετήρας ραμμένος στα πουκάμισα και τα παλτά κλπ για να ταιριάξει μέσω των κουμπιών
- συνώνυμο:
- κουμπί
2. An electrical switch operated by pressing
- "The elevator was operated by push buttons"
- "The push beside the bed operated a buzzer at the desk"
- synonym:
- push button ,
- push ,
- button
2. Ένας ηλεκτρικός διακόπτης που λειτουργεί με την πίεση
- "Ο ανελκυστήρας λειτουργούσε με κουμπιά ώθησης"
- "Η ώθηση δίπλα στο κρεβάτι λειτουργούσε έναν βομβητή στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- κουμπί ώθησης ,
- ώθηση ,
- κουμπί
3. Any of various plant parts that resemble buttons
- synonym:
- button
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μέρη του φυτού που μοιάζουν με κουμπιά
- συνώνυμο:
- κουμπί
4. A round flat badge displaying information and suitable for pinning onto a garment
- "They passed out campaign buttons for their candidate"
- synonym:
- button
4. Ένα στρογγυλό επίπεδο σήμα που εμφανίζει πληροφορίες και είναι κατάλληλο για την καρφίτσωση επάνω σε ένα ρούχο
- "Πέρασαν κουμπιά εκστρατείας για τον υποψήφιό τους"
- συνώνυμο:
- κουμπί
5. A female sexual organ homologous to the penis
- synonym:
- clitoris ,
- clit ,
- button
5. Ένα θηλυκό σεξουαλικό όργανο ομόλογο στο πέος
- συνώνυμο:
- κλειτορίδα ,
- κουμπί
6. A device that when pressed will release part of a mechanism
- synonym:
- release ,
- button
6. Μια συσκευή που όταν πιέζεται θα απελευθερώσει μέρος ενός μηχανισμού
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- κουμπί
7. Any artifact that resembles a button
- synonym:
- button
7. Κάθε τεχνούργημα που μοιάζει με ένα κουμπί
- συνώνυμο:
- κουμπί
verb
1. Provide with buttons
- "Button a shirt"
- synonym:
- button
1. Παρέχετε τα κουμπιά
- "Κουμπί ένα πουκάμισο"
- συνώνυμο:
- κουμπί
2. Fasten with buttons
- "Button the dress"
- synonym:
- button
2. Στερεώστε με κουμπιά
- "Κουμπώνουμε το φόρεμα"
- συνώνυμο:
- κουμπί