Translation meaning & definition of the word "butt" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πισινό" στην ελληνική γλώσσα
Butt
[Πισινό]noun
1. Thick end of the handle
- synonym:
- butt ,
- butt end
1. Παχύ άκρο της λαβής
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- άκρο άκρου
2. The part of a plant from which the roots spring or the part of a stalk or trunk nearest the roots
- synonym:
- butt
2. Το τμήμα ενός φυτού από το οποίο πηγάζουν οι ρίζες ή το τμήμα ενός μίσχου ή κορμού που βρίσκεται πλησιέστερα στις ρίζες
- συνώνυμο:
- πισινός
3. A victim of ridicule or pranks
- synonym:
- butt ,
- goat ,
- laughingstock ,
- stooge
3. Θύμα χλευασμού ή φάρσες
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- κατσίκι ,
- περίγελοσ ,
- αποπνέω
4. The fleshy part of the human body that you sit on
- "He deserves a good kick in the butt"
- "Are you going to sit on your fanny and do nothing?"
- synonym:
- buttocks ,
- nates ,
- arse ,
- butt ,
- backside ,
- bum ,
- buns ,
- can ,
- fundament ,
- hindquarters ,
- hind end ,
- keister ,
- posterior ,
- prat ,
- rear ,
- rear end ,
- rump ,
- stern ,
- seat ,
- tail ,
- tail end ,
- tooshie ,
- tush ,
- bottom ,
- behind ,
- derriere ,
- fanny ,
- ass
4. Το σαρκώδες μέρος του ανθρώπινου σώματος στο οποίο κάθεσαι
- "Του αξίζει μια καλή κλωτσιά στον πισινό"
- "Θα κάτσεις στην φαννύ σου και δεν θα κάνεις τίποτα;"
- συνώνυμο:
- γλουτοί ,
- nates ,
- αρσε ,
- πισινός ,
- πίσω πλευρά ,
- αλήτης ,
- ψωμάκια ,
- μπορεί ,
- βασικό ,
- οπίσθια ,
- πίσω άκρο ,
- keister ,
- πρατ ,
- πίσω ,
- παραπάτημα ,
- πρύμνη ,
- κάθισμα ,
- ουρά ,
- άκρο ουράς ,
- tooshie ,
- τους ,
- κάτω πάτος ,
- derriere ,
- φάνι ,
- κώλος
5. Sports equipment consisting of an object set up for a marksman or archer to aim at
- synonym:
- target ,
- butt
5. Αθλητικός εξοπλισμός που αποτελείται από ένα αντικείμενο που έχει στηθεί για να στοχεύει ένας σκοπευτής ή τοξότης
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- πισινός
6. Finely ground tobacco wrapped in paper
- For smoking
- synonym:
- cigarette ,
- cigaret ,
- coffin nail ,
- butt ,
- fag
6. Λεπτοαλεσμένος καπνός τυλιγμένος σε χαρτί
- Για το κάπνισμα
- συνώνυμο:
- τσιγάρο ,
- καρφί φέρετρο ,
- πισινός ,
- φαγητό
7. A joint made by fastening ends together without overlapping
- synonym:
- butt joint ,
- butt
7. Ένας σύνδεσμος που γίνεται με τη στερέωση τελειώνει μεταξύ τους χωρίς επικάλυψη
- συνώνυμο:
- άρθρωση πισινού ,
- πισινός
8. A large cask (especially one holding a volume equivalent to 2 hogsheads or 126 gallons)
- synonym:
- butt
8. Ένα μεγάλο βαρέλι (ειδικά ένα που κρατά όγκο ισοδύναμο με 2 γουρουνοκεφαλές ή 126 γαλόνια)
- συνώνυμο:
- πισινός
9. The small unused part of something (especially the end of a cigarette that is left after smoking)
- synonym:
- butt ,
- stub
9. Το μικρό αχρησιμοποίητο μέρος από κάτι (ειδικά το τέλος ενός τσιγάρου που μένει μετά το κάπνισμα)
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- στέλεχος
verb
1. Lie adjacent to another or share a boundary
- "Canada adjoins the u.s."
- "England marches with scotland"
- synonym:
- border ,
- adjoin ,
- edge ,
- abut ,
- march ,
- butt ,
- butt against ,
- butt on
1. Βρίσκεται δίπλα σε ένα άλλο ή μοιράζεται ένα όριο
- "Ο καναδάς γειτνιάζει με τις ηπα."
- "Η αγγλία πορεύεται με τη σκωτία"
- συνώνυμο:
- σύνορα ,
- παρακείμενο ,
- άκρη ,
- αμπούτ ,
- πορεία ,
- πισινός ,
- πισινός εναντίον ,
- πισινό
2. To strike, thrust or shove against
- "He butted his sister out of the way"
- "The goat butted the hiker with his horns"
- synonym:
- butt ,
- bunt
2. Να χτυπήσει, να σπρώξει ή να σπρώξει ενάντια
- "Έβγαλε από τη μέση την αδερφή του"
- "Η κατσίκα χτύπησε τον πεζοπόρο με τα κέρατά του"
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- κουλούρι
3. Place end to end without overlapping
- "The frames must be butted at the joints"
- synonym:
- butt
3. Τοποθετήστε το άκρο στο άκρο χωρίς επικάλυψη
- "Τα πλαίσια πρέπει να είναι χτυπημένα στις αρθρώσεις"
- συνώνυμο:
- πισινός