Translation meaning & definition of the word "butler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάτλερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Butler
[Μπάτλερ]/bətlər/
noun
1. A manservant (usually the head servant of a household) who has charge of wines and the table
- synonym:
- butler ,
- pantryman
1. Ένας υπηρέτης (συνήθως ο υπηρέτης ενός νοικοκυριού) που έχει χρέωση για τα κρασιά και το τραπέζι
- συνώνυμο:
- μπάτλερ ,
- πάντριεν
2. English novelist who described a fictitious land he called erewhon (1835-1902)
- synonym:
- Butler ,
- Samuel Butler
2. Άγγλος συγγραφέας που περιέγραψε μια φανταστική γη που ονόμασε έβριον (1835-1902)
- συνώνυμο:
- Μπάτλερ ,
- Σάμιουελ Μπάτλερ
3. English poet (1612-1680)
- synonym:
- Butler ,
- Samuel Butler
3. Άγγλος ποιητής (1612-1680)
- συνώνυμο:
- Μπάτλερ ,
- Σάμιουελ Μπάτλερ
Examples of using
The butler announced Mr. and Mrs. Smith.
Ο μπάτλερ ανακοίνωσε τον κύριο και την κυρία Σμιθ.