Translation meaning & definition of the word "butcher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτάβι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Butcher
[Κρεοπώλησ]/bʊʧər/
noun
1. A retailer of meat
- synonym:
- butcher ,
- meatman
1. Λιανοπωλητής κρέατος
- συνώνυμο:
- κρεοπώλησ ,
- κεφαλονιά
2. A brutal indiscriminate murderer
- synonym:
- butcher
2. Ένας βάναυσος αδιάκριτος δολοφόνος
- συνώνυμο:
- κρεοπώλησ
3. A person who slaughters or dresses meat for market
- synonym:
- butcher ,
- slaughterer
3. Ένα άτομο που σφαγιάζει ή ντύνει κρέας για την αγορά
- συνώνυμο:
- κρεοπώλησ ,
- σφαγέασ
4. Someone who makes mistakes because of incompetence
- synonym:
- bungler ,
- blunderer ,
- fumbler ,
- bumbler ,
- stumbler ,
- sad sack ,
- botcher ,
- butcher ,
- fuckup
4. Κάποιος που κάνει λάθη εξαιτίας της ανικανότητας
- συνώνυμο:
- μπούνγκλερ ,
- απατεώνασ ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- ανατριχιαστήσ ,
- σκοντάφτησ ,
- λυπημένος σάκος ,
- παραπονιάρησ ,
- κρεοπώλησ ,
- γαμώ
verb
1. Kill (animals) usually for food consumption
- "They slaughtered their only goat to survive the winter"
- synonym:
- butcher ,
- slaughter
1. Σκοτώστε το (ανιμαλ) συνήθως για κατανάλωση τροφής
- "Σφαγίασαν τη μοναδική κατσίκα τους για να επιβιώσουν το χειμώνα"
- συνώνυμο:
- κρεοπώλησ ,
- σφαγή
Examples of using
The bakery is located next to the butcher shop.
Το αρτοποιείο βρίσκεται δίπλα στο κρεοπωλείο.
The butcher ground the meat.
Ο χασάπης αλέθει το κρέας.
I asked the butcher to trim all the fat off of the meat.
Ζήτησα από τον χασάπη να κόψει όλο το λίπος από το κρέας.