Translation meaning & definition of the word "bustling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φούσκωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bustling
[Συνωστισμόσ]/bəsəlɪŋ/
adjective
1. Full of energetic and noisy activity
- "A bustling city"
- synonym:
- bustling
1. Γεμάτο ενεργητική και θορυβώδη δραστηριότητα
- "Μια πολυσύχναστη πόλη"
- συνώνυμο:
- πολυσύχναστος
Examples of using
She is bustling about in the kitchen.
Είναι πολύβουη στην κουζίνα.
People are bustling about.
Οι άνθρωποι είναι πολυάσχολοι.