Translation meaning & definition of the word "bustle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φασαρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bustle
[Σφήνα]/bəsəl/
noun
1. A rapid active commotion
- synonym:
- bustle ,
- hustle ,
- flurry ,
- ado ,
- fuss ,
- stir
1. Μια ταχεία ενεργή αναταραχή
- συνώνυμο:
- φασαρία ,
- παραπονιέμαι ,
- αναβλύζω ,
- αντο ,
- φάουσ ,
- ανακατεύω
2. A framework worn at the back below the waist for giving fullness to a woman's skirt
- synonym:
- bustle
2. Ένα πλαίσιο που φοριέται στο πίσω μέρος κάτω από τη μέση για την πληρότητα στη φούστα μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- φασαρία
verb
1. Move or cause to move energetically or busily
- "The cheerleaders bustled about excitingly before their performance"
- synonym:
- bustle ,
- bustle about ,
- hustle
1. Μετακίνηση ή αιτία να κινηθεί ενεργητικά ή πολυάσχολα
- "Οι μαζορέτες γεμάτοι συναρπαστικά πριν από την απόδοσή τους"
- συνώνυμο:
- φασαρία ,
- παραπονιέμαι